lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λιπαρός στα τσεχική

Λέξη:
λιπαρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (17):
baculatý, bohatý, boubelatý, buclatý, hrubý, mastnota, mastný, olejovitý, plný, silný, sádlo, tlustý, tuk, tukový, tučný, zamaštěný, zavalitý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική λιπαρός, λιπαρός στα τσεχική, baculatý στα ελληνικά
λιπαρός στα τσεχική