lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υπουργείο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
department, ministry, office
υπουργείο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ministerstvo, odbor, oddělení, referát
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abteilung, ministerium
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
departement, ministerium
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
departamento, ministerio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
département, ministère
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compartimento, dicastero, dipartimento, ministero
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avdeling, departement, ministerium, utenriksdepartement
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ведомство, министерство
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
departement, ministerium
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
министерство
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
міністэрства
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ministeerium, osakond
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lääni, ministeriö, osasto
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ministarstvo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
minisztérium
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
departamentas, ministerija, skyrius
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compartimento, departamento, ministério
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
ministerstvo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
адміністрація, борт, бюро, відомство, департамент, дошка, застосування, кабінет, колегія, комітет, контора, міністерство, область, офіс, посада, правління, рада, управління, урядування, чинення
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ministerstwo

Σχετικές λέξεις

υπουργείο υγείας, υπουργείο οικονομικών, υπουργείο εσωτερικών, υπουργείο δικαιοσύνης, υπουργείο ανάπτυξης, υπουργείο εργασίας, υπουργείο πολιτισμού, υπουργείο μεταφορών, υπουργείο εξωτερικών, υπουργείο τουρισμού