φατρία ορισμός, φατρία λεξικό, φατρία ετυμολογια, μαύρη φατρία
αστρονομία ανθρώπινος βασίλισσα έκρηξη πνίγω έμπορος λάφυρα λεπτό τροποποιώ εμφανής ρόπαλο λεία ιδιοκτησία πούδρα αναψυχή ασυλία συμπίεση διατηρώ ανακατεύω κατάργηση