lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φιλόδοξος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ambitious, aspiring
φιλόδοξος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ambiciózní, ctižádostivý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ambitioniert, anspruchsvoll, ehrgeizig, strebsam
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ambicioso
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ambitieux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ambizioso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ærgjerrig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самолюбивый, честолюбив, честолюбивый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ambitiös, äregirig, ärelysten
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
славалюбны, славалюбівы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kunnianhimoinen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ambiciózus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ambicioso
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ambiţios
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
ambiciózny
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
амбіційний, кандидат, прагнути, претендент, честолюбний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ambitny

Σχετικές λέξεις

φιλόδοξος συνώνυμα, φιλόδοξος λεξικό, φιλόδοξος εραστής, φιλόδοξος μετάφραση, φιλόδοξος σημασία, φιλόδοξος ορισμός, φιλόδοξος συνώνυμο, φιλόδοξος στα αγγλικα, υπέρμετρα φιλόδοξος