lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φορώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bear, carry, dab, drift, lay, sprout, waft, wear
φορώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nosit, nést, plodit, rodit, snášet, snést, vydržet
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bringen, führen, getragen, tragen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bort, bære, verpe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cargar, estilar, llevar, traer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hotter, porter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calzare, indossare, portare, vestire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bort, bæra, bære, verpe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
натаскивать, носить, проносить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
begagna, bort, bära
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbaj, shpie
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
насiць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kantaa, kuljettaa, viedä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nositi
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hordani, hozni, vinni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calçar, carregar, levar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
duce
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
nositi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ведмідь, витримати, витримувати, гасати, нести, носити, одяг, одягатися, перенести, переносити, родити, спекулянт, уродити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nieść, nosić

Σχετικές λέξεις

φοράω συνωνυμα, φοράω φορώ