καθολικός στα αγγλικά καθολικός στα τσεχική καθολικός στα γερμανικά καθολικός στα ισπανικά καθολικός στα γαλλικά καθολικός στα ιταλικά καθολικός στα νορβηγικά καθολικός στα ρωσικά καθολικός στα σουηδικά καθολικός στα λευκορωσίας καθολικός στα εσθονική καθολικός στα ουκρανικά καθολικός στα πολωνική
δηλητηριάζω στα ουγγρική εσωκλείω στα ρωσικά κατάλοιπο στα φινλανδικά πύραυλος στα γαλλικά αρσενικό στα κροατικά
κατάλοιπο english κορέα πύραυλοσ εσωκλείω συνώνυμο αρσενικό στο νερό