lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εσωκλείω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
add, annotate, enclose, join
εσωκλείω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dodat, dodávat, dokládat, družit, přidat, přidávat, přiložit, přimíchat, připojit, spojit, spojovat, zvětšit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anschließen, beifügen, beilegen, fügen, gesellen, hinzufügen, verbinden, vereinigen, zufügen, zusammenfügen, zusammenschließen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
annektere, forbinde, tilføje
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adjuntar, agregar, aunar, añadir, juntar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adjoindre, ajouter, annexer, inclure, joindre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accludere, aggiungere, allegare, congiungere, connettere, raggiungere, sommare, unire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
annektere, forbinde, tilføye, vedlegge
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прилагать, присовокуплять, присоединять, соединять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vidfoga
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtoj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
далучаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liittää, lisätä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sastaviti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hozzácsatolni, mellékelni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abado, acrescentar, adicionar, agregar, alunar, juntar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
анексувати, всисати, добавити, добавляти, додавати, додайте, додати, додаток, поглинути, поглиньте, прибавити, прибавляти, приєднайте, приєднати, приєднувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dołączać

Σχετικές λέξεις

εσωκλείω συνώνυμο, εσωκλείω συνώνυμα, σας εσωκλείω