σφετερίζομαι στα αγγλικά σφετερίζομαι στα γερμανικά σφετερίζομαι στα ρωσικά σφετερίζομαι στα πολωνική
γλύπτης στα τσεχική χρησιμοποιώ στα φινλανδικά ατάραχος στα ουκρανικά δημοσιογράφος στα σουηδικά τμήμα στα φινλανδικά
δημοσιογράφος χίος γλύπτης τάκης ατάραχος συνώνυμα τμήμα βιολογίας απθ χρησιμοποιώ conjugation