αγιότητα στα αγγλικά αγιότητα στα γερμανικά αγιότητα στα ισπανικά αγιότητα στα γαλλικά αγιότητα στα ιταλικά αγιότητα στα νορβηγικά αγιότητα στα ρωσικά αγιότητα στα σουηδικά αγιότητα στα ουκρανικά αγιότητα στα πολωνική
καταφύγιο στα ουγγρική θείος στα πορτογαλικά ληστής στα γαλλικά ελαττωματικός στα τσεχική μισθοφόρος στα πολωνική
ληστήσ με τισ γλαδιόλεσ θείος σαμ ελαττωματικός κάδος καταφύγιο γυναίκας επάγγελμα μισθοφόρος