lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττωματικός στα τσεχική

Λέξη:
ελαττωματικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (28):
bloudivý, bloudící, bludný, chromý, churavý, chybný, defektní, falešný, falešně, invalida, invalidní, klamný, lži, mrzáček, mylný, neplatný, nepravda, nepravdivý, nepravý, nesprávný, neúplný, neřestný, pochybený, porušený, potulný, těkavý, vadný, zkažený
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ελαττωματικός, ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος, ελαττωματικός στα τσεχική, bloudivý στα ελληνικά
ελαττωματικός στα τσεχική