συμβιβαστικός στα αγγλικά συμβιβαστικός στα τσεχική συμβιβαστικός στα γερμανικά συμβιβαστικός στα ισπανικά συμβιβαστικός στα γαλλικά συμβιβαστικός στα πολωνική
εγχειρίδιο στα νορβηγικά επιτίθεμαι στα φινλανδικά κώμα στα τσεχική ταυτόχρονος στα τσεχική κυριαρχία στα γαλλικά
κώμα+καρκίνος εγχειρίδιο βλακείας επιτίθεμαι συνώνυμα κυριαρχία αντώνυμο