lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έχει στα γερμανικά

Λέξη:
έχει (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (4):
besitzen, eignen, haben, zählen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά έχει, έχει πανσέληνο απόψε, έχει ο καιρός γυρίσματα, έχει μια ψύχρα αυτή η τετάρτη στίχοι, έχει μια πίκρα αυτή η τετάρτη, έχει και η ελλάδα στη μικρή βενετία της. βρίσκεται, έχει στα γερμανικά, besitzen στα ελληνικά
έχει στα γερμανικά