αγγειοπλαστική στα τσεχική αγγειοπλαστική στα γερμανικά αγγειοπλαστική στα ισπανικά αγγειοπλαστική στα γαλλικά αγγειοπλαστική στα ρωσικά αγγειοπλαστική στα βουλγαρικά αγγειοπλαστική στα ουγγρική αγγειοπλαστική στα πολωνική
εξαφανίζομαι στα νορβηγικά αξιωματικός στα ουγγρική αγοράζω στα φινλανδικά αποδεικνύω στα φινλανδικά ζηλεύω στα σουηδικά
ζηλεύω μαζωνάκης αγοράζω παλιά έπιπλα εξαφανίζομαι συνώνυμο αξιωματικός ορισμός πιθανότητας αποδεικνύω κλιση