αποθαρρύνω στα τσεχική αποθαρρύνω στα γερμανικά αποθαρρύνω στα ισπανικά αποθαρρύνω στα γαλλικά αποθαρρύνω στα ιταλικά αποθαρρύνω στα ρωσικά αποθαρρύνω στα λευκορωσίας αποθαρρύνω στα φινλανδικά αποθαρρύνω στα πορτογαλικά αποθαρρύνω στα ουκρανικά αποθαρρύνω στα πολωνική
τεχνητός στα νορβηγικά ζουλώ στα ουκρανικά έκφραση στα φινλανδικά προσαρμόζω στα γαλλικά ιστολογία στα δανική
έκφραση μοναχικής εμπειρίας τεχνητός λειμώνας προσαρμόζω τη δόση μου ιστολογία εμβρυολογία