αποθαρρύνω στα αγγλικά αποθαρρύνω στα τσεχική αποθαρρύνω στα γερμανικά αποθαρρύνω στα ισπανικά αποθαρρύνω στα γαλλικά αποθαρρύνω στα ιταλικά αποθαρρύνω στα ρωσικά αποθαρρύνω στα φινλανδικά αποθαρρύνω στα πορτογαλικά αποθαρρύνω στα ουκρανικά αποθαρρύνω στα πολωνική
εγγύηση στα γερμανικά απόκτηση στα εσθονική κάπα στα εσθονική μάτσο στα ιταλικά ίνδαλμα στα σουηδικά
μάτσο μαν εγγύηση για την νεολαία κάπα καθημερινής απόκτηση ακαδημαικής ταυτότητας ίνδαλμα συνώνυμο