lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαγωνιζόμενος στα αγγλικά

Λέξη:
διαγωνιζόμενος (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (9):
attendee, competitor, contender, contestant, partaker, participant, participator, partner, party
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά διαγωνιζόμενος, διαγωνιζόμενος στα αγγλικά, attendee στα ελληνικά
διαγωνιζόμενος στα αγγλικά