lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαγωνιζόμενος στα γερμανικά

Λέξη:
διαγωνιζόμενος (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (2):
teilhaber, teilnehmer
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά διαγωνιζόμενος, διαγωνιζόμενος στα γερμανικά, teilhaber στα ελληνικά
διαγωνιζόμενος στα γερμανικά