lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδιοκτησία στα αγγλικά

Λέξη:
ιδιοκτησία (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (15):
asset, attribute, demesne, estate, have, having, holding, own, ownership, ownerships, possession, proper, property, proprietary, tenure
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ιδιοκτησία, ιδιοκτησία συνώνυμα, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία καπε, ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία στα αγγλικά, asset στα ελληνικά
ιδιοκτησία στα αγγλικά