lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαρκικός στα αγγλικά

Λέξη:
σαρκικός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (13):
bodily, carnal, corporal, corporeal, fleshly, libidinous, physical, sensitive, sensory, sensual, sensuous, sexual, voluptuous
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά σαρκικός, σαρκικός στα αγγλικά, bodily στα ελληνικά
σαρκικός στα αγγλικά