lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αδύνατος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peaky, puny, scrawny, wan
αδύνατος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bledý, hubený, slabý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abgemagert, armselig, elend, kümmerlich, ärmlich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dårlig, skral
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
endeble, flojo, pálido
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
blafard, chétif, hâve, maigre, marmiteux, misérable
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
magro
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dårlig, skral
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мизерный, худой
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dårlig, erbarmlig, skral
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kalpea
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csenevész, satnya, sápadt
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
pal
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
mizerny

Σχετικές λέξεις

αδύνατος ονειροκρίτης, αδύνατος τύπος αντωνυμίας, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύνατος τύπος προσωπικών αντωνυμιών, αδύνατος συνώνυμα, αδύνατος τύπος κτητικής αντωνυμίας, αδύνατος σκύλος, αδύνατος τύπος, αδύνατος στα αγγλικα, θηρίο αδύνατος