lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εθελοντής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
volunteer
εθελοντής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dobrovolník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freiwillige, freiwilliger, volontär
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
frivillig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
voluntario
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bénévole, engagé, volontaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volontario
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frivillig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
волонтер, волонтёр, доброволец, ополченец
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frivillig, volontär
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
добраахвотнік
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
önkéntes
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
voluntário
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
voluntar
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dobrovoľník
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доброволець
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ochotnik

Σχετικές λέξεις

εθελοντής αιμοδότης, εθελοντής δότης μυελού των οστών, εθελοντής στο χαμόγελο του παιδιού, εθελοντής ναυαγός, εθελοντής στο στρατό, εθελοντής πυροσβέστης, εθελοντής γείτονας, εθελοντής μακράς θητείας, εθελοντής πενταετούς υποχρέωσης ε.π.υ