lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αερισμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
airiness, ventilation
αερισμός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
provětrávání, ventilace, vyvětrání, větrání
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
belüftung, lüftung, ventil, ventilation
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ventilering
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ventilación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aération, ventilation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ventilazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ventilasjon, ventilering
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вентиляция
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fläkt, luftväxling, ventilation
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вентилация
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вентыляцыя
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilmanvaihto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ventilaria, ventilação
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
vetranie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вентиляція, провітрювання
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wentylacja

Σχετικές λέξεις

αερισμός χλοοτάπητα, αερισμός κτιρίων, αερισμός χώρου, αερισμός με ανάκτηση θερμότητας, αερισμός σπιτιού, αερισμός λεβητοστασίου, αερισμός υπογείου, αερισμός εντέρου, αερισμός τζακιού, αερισμός ξύλινης στέγης