lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βλεφαρίδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
duck-weed, duckweed, eyelash, eyelid, lash, lid
βλεφαρίδα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
klapka, víčko, řasa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
augenglas, augenlid, augenwimper, lid, wimper
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
øjenlåg, øjenvippe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pestaña, párpado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cil, paupière
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ciglio, palpebra
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
deksel, øyelokk, øyenvipp, øyevippe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
веко, ресница
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ögonfrans, ögonlock
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qerpik
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вейка, павека
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
laug, ripse, ripsmekarv
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luomi, ripsi, silmäripsi
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szemhéj, szempilla
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
blakstiena, vokas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pálpebra
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
geană
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
батіг, відшмагати, віко, вія, кришка, мчати, мчатися, нестися, повіка, повіку, покришка, пуга, шмагати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
powieka, rzęsa