lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ανήσυχος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
afraid, anxious, disturbed, fidget, fidgety, fitful, fretful, fussy, indefatigable, non-event-tempered, queasy, restless, rough, solicitous, turbulent, uneasy, unquiet, unsettled
ανήσυχος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bouřlivý, narušený, neklidný, nepokojný, pohnutý, rozbouřený, starostlivý, tísnivý, znepokojený, úzkostlivý, úzkostný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besorgt, ruhelos, unruhig, unstet, ängstlich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hvileløs, nervøs, rastløs, urolig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agitado, inquieto, intranquilo, revuelto, turbio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agité, angoisseux, anxieux, bileux, inquiet, remuant, troublé, vagabond
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ansioso, inquietante, inquieto, irrequieto, nervoso, scatenato, turbolento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
amper, engstelig, hvileløs, nervøs, rastløs, urolig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспокойный, неугомонный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amper, nervös, rastlös, ängslig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
неспакойны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hätäinen, levoton, rauhaton
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nemiran
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nyugtalan
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inquieto, intranquilo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дразливий, мінливий, неспокійний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
niespokojny

Σχετικές λέξεις

ανήσυχος ύπνος, ανήσυχος συνώνυμα, ανήσυχος ύπνος μωρού, ανήσυχος ύπνος παιδιού, ανήσυχος ύπνος μωρού 10 μηνων, ανήσυχος ύπνος μωρού 5 μηνων, ανήσυχος υπερβολικός, ανήσυχος δασκαλος, ανήσυχος βρεφικός ύπνος, ανήσυχος ύπνος νεογέννητου