lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανήσυχος στα τσεχική

Λέξη:
ανήσυχος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (11):
bouřlivý, narušený, neklidný, nepokojný, pohnutý, rozbouřený, starostlivý, tísnivý, znepokojený, úzkostlivý, úzkostný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ανήσυχος, ανήσυχος ύπνος παιδιού, ανήσυχος ύπνος νεογέννητου, ανήσυχος ύπνος μωρού 5 μηνων, ανήσυχος ύπνος μωρού 10 μηνων, ανήσυχος ύπνος μωρού, ανήσυχος στα τσεχική, bouřlivý στα ελληνικά
ανήσυχος στα τσεχική