lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αναζήτηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
audit, auditing, exploration, inquisition, quest, quested, reassessment, reconsideration, research, revision, search, searching
αναζήτηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bádání, hledání, prohlídka, průzkum, pátrání, vyhledávání, vyšetřování, výzkum
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchsicht, forschung, recherche, revision, suche, überprüfer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forskning, undersøgelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
busca, búsqueda, investigación, pesquisa, rebusca, registro, revisión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
audit, investigation, perquisition, quête, recherche
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cerca, indagine, perquisizione, ricerca
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forskning, jakt, leting, revisjon, søk, undersøkelse, visitasjon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изучение, изыскание, обыск, поиск, поиски, проверка, разыскание, ревизия
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
efterspaning, jakt, recherch, revision, sökande, visitation
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjurmim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изследване
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
audit, otsing, uuring
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
etsintä, etsiskely, tutkimus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istraživanje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ellenőrzés, felülvizsgálat, keresés, kutatás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
auditas, krata, revizija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
busca, exploração, investigação, pesquisa, rebusca, revisita
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
hľadanie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
діяльність, заняття, намагання, переслідування, погоня, пошуки, прагнення, розшуки
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
poszukiwanie, rewizja

Σχετικές λέξεις

αναζήτηση φεκ, αναζήτηση τηλεφώνου, αναζήτηση εργασίας, αναζήτηση αμκα, αναζήτηση αφμ, αναζήτηση κινητού τηλεφώνου, αναζήτηση τκ, αναζήτηση εργασίας θεσσαλονίκη, αναζήτηση νόμων, αναζήτηση εργασίας αθήνα