lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απολυμαίνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decontaminate, deodorise, disinfect
απολυμαίνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dezinfikovat, očistit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
desinfizieren, entkeimen, entseuchen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
desinficere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desinfectar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assainir, décontaminer, désinfecter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disinfettare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
desinfisere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дезинфицировать, обеззараживать, продезинфицировать
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абеззаражваць, дэзінфіцыраваць
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raskužiti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desinfectar
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dezinfikovať
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дезинфікуйте, дезінфікувати, знезаражувати, очистити, очищати, приберіть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dezynfekować, odkażać, zdezynfekować