lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ατμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
couple, damp, dyad, match, pair, peer, reek, steam, twosome, vapour
ατμός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dvojice, pár, pára, párek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dampf, dunst, duo, gespann, gleichrangige, paar, pärchen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
damp, dunst, elm, em, kobbel, par, ægtepar
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
humo, par, pareja, vaho, vapor, yunta
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
buée, couple, pair, paire, pairesse, vapeur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coppia, paio, pariglia, vapore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
damp, dunst, eim, kobbel, par, ånda
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пар
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
damp, dunst, elm, imma, par, ånga
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
avull, çift
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпарение, пара
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
aur
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huuru, höyry, löyly, pari
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
par, para
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gőz, házaspár, pár, pára
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
garas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casal, par, parelha, vapor
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
par
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
pár
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
двійка, змагання, матч, пар, пара, пари, пару, пасувати, пі-ара, підвіска, рівня, співробітник, сірник, тет-а-тет, товариш
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
para

Σχετικές λέξεις

ατμός παυλόπουλος, ατμός πρόσωπο, κορεσμένος ατμός, υπέρθερμοσ ατμόσ, λέβητες ατμός, υγρός ατμός, ξυλολέβητας ατμός