lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ικετεύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
beg, beseech, conjure, crave, entreat, implore, plead, pleaded, pray, reproach, sue, supplicate
ικετεύω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
přiznat, vzývat, zaklínat, zapřísahat, zažehnávat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angefleht, flehen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
trygle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conjurar, deprecar, implorar, pedir, rogar, solicitar, suplicar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adjuger, adjurer, conjurer, implorer, supplier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
implorare, scongiurare, supplicare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bønnfalle, frabe, trygle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
молить, умолять
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lus
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
маліць, прасіць, умаляць, упрошваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
anoa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
könyörögni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conjurar, implorar, pedir, rogar, suplicar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
благати, виправдується, заклиніть, закличте, звернутися, звертатися, молитися, моліться, попросити, попрохати, посилатися, просити, просіть, прохати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
błagać

Σχετικές λέξεις

ικετεύω αντίθετο, ικετεύω αρχαία, σε ικετεύω