lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βιομηχανία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
industry
βιομηχανία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
průmysl
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewerbe, industrie
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
industri, næringsliv, tungindustri
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
industria
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
carrosserie, chevalier, industrie, oléiculture, papeterie, parfumerie, taillanderie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
industria
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
industri, næringsliv, tungindustri
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
индустрия, промышленность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
industri, näringsliv
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
industri
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
промишленост
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прамысловасць, індустрыя
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tööstus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elinkeino, teollisuus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
industrija
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ipar, szorgalom
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pramonė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
industria, indústria
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
промисловість, індустрія
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przemysł

Σχετικές λέξεις

βιομηχανία τροφίμων αλφα, βιομηχανία σοκολάτας, βιομηχανία τροφίμων, βιομηχανία φωσφορικών λιπασμάτων, βιομηχανία γάλακτος, βιομηχανία πλαστικών, βιομηχανία χαρτιού, βιομηχανία παραγωγής στρωμάτων και υποστρωμάτων αυτοκινήτου, βιομηχανία ορισμός, βιομηχανία ειδών διατροφής γερμας