αμφίβιο στα αγγλικά αμφίβιο στα τσεχική αμφίβιο στα γερμανικά αμφίβιο στα δανική αμφίβιο στα ισπανικά αμφίβιο στα γαλλικά αμφίβιο στα ιταλικά αμφίβιο στα ρωσικά αμφίβιο στα σουηδικά αμφίβιο στα λευκορωσίας αμφίβιο στα εσθονική αμφίβιο στα λιθουανική αμφίβιο στα ουκρανικά αμφίβιο στα πολωνική αμφίβιο στα νορβηγικά αμφίβιο στα φινλανδικά αμφίβιο στα πορτογαλικά αμφίβιο στα σλοβακική
κυμαίνομαι στα ισπανικά λάσπη στα ουκρανικά διάσταση στα ιταλικά αυξάνω στα αγγλικά εκκαθαρίζω στα ουκρανικά
κυμαίνομαι συνώνυμο διάσταση α4 αυξάνω μετάφραση λάσπη στη χολή και διατροφή