lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκκαθαρίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
εκκαθαρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
винищити, винищувати, знищити, знищувати, ліквідовувати, ліквідувати, ліквідуйте, розмістіть, розпоряджатися, розпорядитися, розташовувати, розташувати, усувати, усунути
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εκκαθαρίζω, εκκαθαρίζω στα ουκρανικά, винищити στα ελληνικά
εκκαθαρίζω στα ουκρανικά