lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασυλία στα βουλγαρικά

Λέξη:
ασυλία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (3):
подслон, убежище, пристанище
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά ασυλία, ασυλία στο dancing with the stars, ασυλία στο dancing, ασυλία προέδρου, ασυλία κασιδιάρη, ασυλία ετυμολογία, ασυλία στα βουλγαρικά, подслон στα ελληνικά
ασυλία στα βουλγαρικά