lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασυλία στα ουκρανικά

Λέξη:
ασυλία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (28):
вкриття, гавань, житло, захисток, заховати, заховувати, канделябр, кредит, нора, переховати, позика, порт, поховати, приміщення, пристосування, притулок, приховати, приховувати, розквартирування, святилище, сховати, сховатися, сховище, тент, укриття, ховати, ховатися, цитадель
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ασυλία, ασυλία στο dancing with the stars, ασυλία στο dancing, ασυλία προέδρου, ασυλία κασιδιάρη, ασυλία ετυμολογία, ασυλία στα ουκρανικά, вкриття στα ελληνικά
ασυλία στα ουκρανικά