lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονέκτημα στα φινλανδικά

Λέξη:
πλεονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (11):
arvo, avu, edullisuus, etu, etuus, hyve, hyöty, käytellä, käyttää, siveys, voitto
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά πλεονέκτημα, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα συνώνυμο, πλεονέκτημα στο πέναλτι, πλεονέκτημα ρόδος, πλεονέκτημα στα φινλανδικά, arvo στα ελληνικά
πλεονέκτημα στα φινλανδικά