μεταρρυθμίζω στα αγγλικά μεταρρυθμίζω στα τσεχική μεταρρυθμίζω στα γερμανικά μεταρρυθμίζω στα δανική μεταρρυθμίζω στα ισπανικά μεταρρυθμίζω στα ιταλικά μεταρρυθμίζω στα νορβηγικά μεταρρυθμίζω στα ρωσικά μεταρρυθμίζω στα σουηδικά μεταρρυθμίζω στα ουγγρική μεταρρυθμίζω στα πορτογαλικά μεταρρυθμίζω στα πολωνική
σφίγγω στα φινλανδικά αξιόπιστος στα ιταλικά πληρώνω στα τσεχική αποκτώ στα ουκρανικά κλαδί στα σλοβακική
αποκτώ αντωνυμο σφίγγω τα λουριά πληρώνω όσο πετάω αξιόπιστος in english κλαδί ελιάς