μεταρρυθμίζω στα αγγλικά μεταρρυθμίζω στα τσεχική μεταρρυθμίζω στα γερμανικά μεταρρυθμίζω στα δανική μεταρρυθμίζω στα ισπανικά μεταρρυθμίζω στα γαλλικά μεταρρυθμίζω στα ιταλικά μεταρρυθμίζω στα νορβηγικά μεταρρυθμίζω στα ρωσικά μεταρρυθμίζω στα σουηδικά μεταρρυθμίζω στα πορτογαλικά μεταρρυθμίζω στα πολωνική
κτηνωδία στα τσεχική κάνω στα πορτογαλικά αυτοσχεδιάζω στα ισπανικά σαρώνω στα δανική αποδέχομαι στα ιταλικά