ορμόνη στα αγγλικά ορμόνη στα τσεχική ορμόνη στα γερμανικά ορμόνη στα δανική ορμόνη στα ισπανικά ορμόνη στα ιταλικά ορμόνη στα νορβηγικά ορμόνη στα ρωσικά ορμόνη στα σουηδικά ορμόνη στα βουλγαρικά ορμόνη στα εσθονική ορμόνη στα λιθουανική ορμόνη στα πορτογαλικά ορμόνη στα σλοβακική ορμόνη στα ουκρανικά ορμόνη στα πολωνική
στοργικός στα αγγλικά διπλός στα λιθουανική κοπάδι στα πορτογαλικά κακάο στα γαλλικά κασσίτερος στα πορτογαλικά
κοπάδι τζάμια διπλός τονισμός λέξης κακάο σκόνη θερμίδες φθοριούχος κασσίτερος