lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκλαβώνω στα γαλλικά

Λέξη:
σκλαβώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (9):
asservir, assujettir, dompter, subjuguer, enchaîner, soumettre, astreindre, captiver, contraindre
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά σκλαβώνω, σκλαβώνω στα γαλλικά, asservir στα ελληνικά
σκλαβώνω στα γαλλικά