lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοήθεια στα γερμανικά

Λέξη:
βοήθεια (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (17):
abhilfe, assistent, aushilfe, behelf, beigeschmack, beihilfe, beistand, gehilfe, handlanger, helfer, hilfe, läufer, mitarbeiter, mithilfe, nachhilfe, stütze, unterstützung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βοήθεια, βοήθεια συνώνυμα, βοήθεια συγγραφής κειμένου από άτομα χωρίς όραση, βοήθεια στο σπίτι 2013, βοήθεια στο σπίτι, βοήθεια στην κεφαλονιά, βοήθεια στα γερμανικά, abhilfe στα ελληνικά
βοήθεια στα γερμανικά