lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοήθεια στα ουκρανικά

Λέξη:
βοήθεια (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (32):
асистент, додатковий, допомога, допомогу, допоміжний, другий, другорядний, звільнення, маріонетка, мат, однокласник, по-друге, повторний, полегшення, поміч, помічник, прибічник, прислужник, підкріпити, підкріплення, підкріпляти, підсобний, підтримати, підтримка, підтримувати, розмаїтість, секунда, співкурсник, співробітник, товариш, товаришка, учасник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βοήθεια, βοήθεια συνώνυμα, βοήθεια συγγραφής κειμένου από άτομα χωρίς όραση, βοήθεια στο σπίτι 2013, βοήθεια στο σπίτι, βοήθεια στην κεφαλονιά, βοήθεια στα ουκρανικά, асистент στα ελληνικά
βοήθεια στα ουκρανικά