lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοήθεια στα πορτογαλικά

Λέξη:
βοήθεια (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
acessório, adjunto, ajuda, ajudante, ajudar, apoio, assistir, assistência, auxiliar, auxilio, auxílio, colaborador, secundário, socorrer, socorro
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βοήθεια, βοήθεια συνώνυμα, βοήθεια συγγραφής κειμένου από άτομα χωρίς όραση, βοήθεια στο σπίτι 2013, βοήθεια στο σπίτι, βοήθεια στην κεφαλονιά, βοήθεια στα πορτογαλικά, acessório στα ελληνικά
βοήθεια στα πορτογαλικά