lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γδύνομαι στα γερμανικά

Λέξη:
γδύνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
entblößen, entkleiden, abtragen, auskleiden, zerlegen, abbauen, abgerüstet
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά γδύνομαι, γδύνομαι στα γερμανικά, entblößen στα ελληνικά
γδύνομαι στα γερμανικά