lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γδύνομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
γδύνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
здерти, здирати, зняти, знімати, розберіть, розбирати, роздягати, роздягатися, роздягнути, роздягніть, роздягніться, роззбройте, розібрати, смуга
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γδύνομαι, γδύνομαι στα ουκρανικά, здерти στα ελληνικά
γδύνομαι στα ουκρανικά