lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γδύνομαι στα τσεχική

Λέξη:
γδύνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
odstrojit, analyzovat, rozebírat, rozebrat, rozložit, svlékat, demontovat, rozmontovat, strhnout
Σχετικές λέξεις:
τσεχική γδύνομαι, γδύνομαι στα τσεχική, odstrojit στα ελληνικά
γδύνομαι στα τσεχική