lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δαπανηρός στα γερμανικά

Λέξη:
δαπανηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
aufwändig, aufwendig, kostbar, kostspielig, lieb, teuer
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δαπανηρός, δαπανηρός στα γερμανικά, aufwändig στα ελληνικά
δαπανηρός στα γερμανικά