lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δαπανηρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
costly, dear, expensive, pricey, pricy
δαπανηρός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
draho, drahocenný, drahý, draze, milovaný, nákladný, vzácný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufwendig, aufwändig, kostbar, kostspielig, lieb, teuer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dyr, dyrebar, kostbar, kær, kære, værdifuld
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caro, costoso, dispendioso
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cher, coûteux, dispendieux, onéreux, précieux, riche
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caro, costoso, diletto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyr, dyrebar, kostbar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дорогой, дорогостоящ, дорогостоящий, ценный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dyr, dyrbar, kostbar, kostsam, påkostad
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtrenjtë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скъп
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дарагі
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kallis
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
armas, kallis, kulta
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
drag, skup
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
költséges, értékes
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
brangus, mielas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caro, querido
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
drag, scump
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
drag
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дорогий, дорого
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kosztowny

Σχετικές λέξεις

δαπανηρός συνώνυμο