lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καταναλωτής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consumer, customer
καταναλωτής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
konzument, spotřebitel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konsument, verbraucher
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forbruger, forbrusker, konsument
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consumidor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consommateur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consumatore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbruker, konsument
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потребитель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konsument
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
спажывец
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tarbija
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuluttaja
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fogyasztó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
vartotojas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consumidor
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
користувач, наймач, роботодавець, споживач, споживчий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
konsument, spożywca

Σχετικές λέξεις

καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής κύπρος, καταναλωτής δικαιώματα, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής δεν έχει υποχρέωση να πληρώσει, καταναλωτής τροφίμων, ο καταναλωτήσ, ορθολογικός καταναλωτής, σωστός καταναλωτής, συνήγορος καταναλωτής