lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εισάγω στα γερμανικά

Λέξη:
εισάγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (2):
einführen, importieren
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εισάγω, εισάγω συνώνυμο, εισάγω συνώνυμα, εισάγω προστακτική, εισάγω καινά δαιμόνια, εισάγω και εισαγάγω, εισάγω στα γερμανικά, einführen στα ελληνικά
εισάγω στα γερμανικά