εισάγω στα αγγλικά εισάγω στα γερμανικά εισάγω στα δανική εισάγω στα ισπανικά εισάγω στα γαλλικά εισάγω στα ιταλικά εισάγω στα νορβηγικά εισάγω στα ρωσικά εισάγω στα σουηδικά εισάγω στα ουγγρική εισάγω στα πορτογαλικά εισάγω στα πολωνική
σταθμός στα γαλλικά ακουμπώ στα ιταλικά εμπόδιο στα αγγλικά καπάκι στα εσθονική χρόνιος στα κροατικά
εμπόδιο στο λαιμό καπάκι πανόρμου σταθμός κόλλησης ακουμπώ συνώνυμα χρόνιος πόνος