lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εισάγω στα τσεχική

Λέξη:
εισάγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (2):
dovážet, dovézt
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εισάγω, εισάγω συνώνυμο, εισάγω συνώνυμα, εισάγω προστακτική, εισάγω καινά δαιμόνια, εισάγω και εισαγάγω, εισάγω στα τσεχική, dovážet στα ελληνικά
εισάγω στα τσεχική